Σλαβοφωνία Στην Ελλάδα: Ομιλητές μιας Γλώσσας Φάντασμα
(Κάθε πραγματικότητα που δεν αρέσει στην εθνική αφήγηση συνήθως καλύπτεται κάτω από το χαλάκι και όποιος ρίχνει μια ματιά κάτω από το χαλάκι αντιμετωπίζεται συνήθως ως προδότης. Έτσι, λοιπόν, δημιουργούνται φαντάσματα, πράγματα που υπάρχουν μόνο επειδή το λένε οι εχθροί του έθνους.)
Υπάρχει μια γλώσσα, η επίσημη γλώσσα ενός μικρού κράτους, συμπιεσμένη ανάμεσα στους βαλκανικούς εθνικισμούς, μέρος της οικογένειας των νότιων βαλκανικών γλωσσών της σλαβικής οικογένειας με λίγους ομιλητές, κάποιοι από τους οποίους -είτε το θέλουμε είτε όχι- ζουν και γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Ο αριθμός των σλαβόφωνων στον χώρο ελληνικής Μακεδονίας είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί ακριβώς επειδή το ελληνικό κράτος δεν νοιάζεται, δεν θέλει να ασχοληθεί μαζί τους. Μια βόλτα στα ΚΤΕΛ της Φλώρινας ή σε κάποια από τα πανέμορφα χωριά της Καστοριάς, της Πέλλας ή και της Κοζάνης αρκεί.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το πραγματικά μεγάλο συλλαλητήριο (θα είναι ψεύτης όποιος αρνηθεί το μέγεθός του) που αφορούσε το Μακεδονικό. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια με των προηγούμενων ετών και, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, πολλά από τα εθνικά αντανακλαστικά διεγέρθηκαν με βάση μια παρεξήγηση. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να στηρίξει με λογικό επιχείρημα ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες έχουν οποιαδήποτε σχέση με πληθυσμούς που ήρθαν πολλούς αιώνες αργότερα στη Μακεδονία. Αυτό όμως καθόλου δεν δικαιολογεί το να κλείνουμε τα μάτια σε μια πραγματικότητα.
Υπάρχει ένα ρητό που είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει κανείς μπαίνοντας στον κόσμο της γλωσσολογίας:
«Γλώσσα είναι η διάλεκτος με στρατό και στόλο»
Η φράση αυτή, που αποδίδεται στον Max Weinreich, συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις την αντίληψη ότι τα κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ των γλωσσών δεν είναι μόνο γλωσσικά, αλλά αναγκαστικά πρέπει να λάβουμε υπόψη και κριτήρια πολιτικά και ιστορικά.
Το «κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης», το να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον δεν είναι επαρκές. Το κλασικό παράδειγμα είναι αυτό της νορβηγικής, της σουηδικής και της δανικής γλώσσας, των οποίων οι ομιλητές μπορούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, παρόλα αυτά -για ιστορικούς λόγους- θεωρούνται τρείς διαφορετικές γλώσσες και όχι διαφορετικές διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας. Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της σερβοκροατικής, που θεωρούνταν ενιαία γλώσσα μέχρι να συγκρουστούν οι δύο εθνικισμοί, αμέσως μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Πλέον μιλάμε για δύο γλώσσες που προέκυψαν ακριβώς λίγο της ανάδυσης δύο αντικρουόμενων εθνικισμών.
Από την άλλη, δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σχολική εκδρομή σε ορεινά χωριά της Κρήτης, όπου ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας, όχι ιδιαίτερα μεγάλος σε ηλικία, μας μίλαγε με βαριά κρητική προφορά, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνουμε παρά ελάχιστα πράγματα από όσα έλεγε, ώστε να χρειαστεί εντέλει η παρέμβαση της συνομήλικης σε μας κόρης του προκειμένου να συνεννοηθούμε. Προφανώς, ακόμα και αν δεν καταλαβαίναμε τίποτα από όσα μας έλεγε εκείνος ο πελώριος τύπος με το μαύρο πουκάμισο και τα πυκνά μούσια, μιλάγαμε την ίδια γλώσσα.
Η γλώσσα αυτή έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί ως φάντασμα και ως ανύπαρκτη, ως διάλεκτος της βουλγαρικής, ως διάλεκτος της σερβικής, ως σχετιζόμενη με τη γλώσσα του Αριστοτέλη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και ως διάλεκτος-απόγονος της αρχαίας ελληνικής(!). Τα μακεδονικά ή σλαβομακεδονικά ή βουλγαρομακεδονικά ή μακεντόνσκι ή πο νας («νας» στη γλώσσα αυτή σημαίνει «τα δικά μας») αποτέλεσαν πρόβλημα (και όμως, μια γλώσσα αποτελεί πρόβλημα) για τα Βαλκάνια πολύ πριν την προσάρτηση της Μακεδονίας στην ελληνική επικράτεια.
Για πολλά χρόνια, η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας έγινε το επίκεντρο ενός πολέμου εθνικισμών με προσπάθειες αφομοίωσης του ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και, πολύ αργότερα, από το κράτος της ΠΓΔΜ. Μέσα στο πλαίσιο της σύγκρουσης, ο ντόπιος πληθυσμός έγινε το κατά το κλισέ «μπαλάκι του πινγκ-πονγκ» για ένα ζήτημα που ακόμα κι σήμερα δημιουργεί εντάσεις και πολυπληθή συλλαλητήρια.
Είναι χαρακτηριστικό του πώς αντιμετωπίστηκε αυτός ο πληθυσμός και η γλώσσα του, ανάλογα δηλαδή με τις διάφορες εθνικές επιταγές, το γεγονός ότι μέρος της ελληνικής εθνικής προπαγάνδας υπήρξε για ένα διάστημα αυτό που σήμερα θα φάνταζε αδιανόητο. Το 1904 ο γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη διατυπώνει τη θεωρία ότι τα σλαβομακεδονικά αποτελούν μια γλωσσική οντότητα που έχει ρίζες στην ελληνική αρχαιότητα (!). Υπάρχει δε και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα –ανατριχιαστικό για τη νέα εθνικοφροσύνη- που παραθέτει ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του «Η Απαγορευμένη Γλώσσα»:
«Φοβάμαι μην αποδειχθεί ότι ημέραν τινά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννοεί ευκολώτερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον ή όσον θα εννοεί τα δήθεν ελληνικώτερα ιδιώματα του Κυπρίου ή του Πελοποννησίου αγρότου»
Αυτή η άποψη, που σήμερα θα φάνταζε διατυπωμένη από τους πιο ακραίους κύκλους της λεγόμενης σκοπιανής προπαγάνδας, τότε διατυπώθηκε προκειμένου να υπηρετήσει έναν άλλον εθνικό σκοπό: την αφομοίωση του σλαβόφωνου πληθυσμού σε μια περιοχή που δεν ανήκε ακόμα στην ελληνική επικράτεια. Παρόμοιες τοποθετήσεις και φαντασιώσεις επιστροφής τις αρχαιομακεδονικές ρίζες ακολούθησαν μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους με την ίδια επιστημονική εγκυρότητα που είχαν οι θεωρήσεις της εθνικιστικής ηγεσίας του Γκρούεφσκι έναν αιώνα μετά: μηδενική. Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν μίλαγε σλαβικά και οι Σλάβοι δεν μιλούν τη γλώσσα που μίλησε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Από τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, η ελληνική πολιτική άλλαξε. Το σύγχρονο ελληνικό κράτος, εχθρικό παραδοσιακά απέναντι στη γλωσσική ετερότητα (και αυτό αφορά ακόμα και τις διαλέκτους της ίδιας της ελληνικής, τις οποίες αδιαφορεί παντελώς να διασώσει) και με απώτερο σκοπό τη διαμόρφωση της πλήρους γλωσσικής ομοιογένειας δεν έκλεισε απλά τα μάτια στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, στο παρελθόν πολλές φορές προσπάθησε να την αλλάξει. Όσοι Έλληνες πολίτες είχαν ως μητρική της γλώσσα τα σλαβομακεδονικά είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την περιθωριοποίηση, το ιδεολογικό όπλο κάθε κράτους που θέλει να επιβληθεί σε μια γλωσσική μειονότητα, αλλά πολλές φορές και την κρατική καταστολή.
Η δικτατορία του Μεταξά είναι μόνο η κορύφωση των διώξεων απέναντι σε πληθυσμούς που κράτησαν σε όλον τον Μεσοπόλεμο με μόνο έγκλημά τους ήταν ότι μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα. Παρότι «δεν υπήρξε ποτέ ως γλώσσα», κατά την πρόσφατη εθνική αφήγηση, οι ομιλητές της κυνηγήθηκαν ανηλεώς από το ελληνικό κράτος. Φυλακίσεις, πρόστιμα, ρετσινόλαδα για ανθρώπους που έκαναν το έγκλημα να μιλούν τη γλώσσα τους, ακόμα και ιδιωτικά. Το μοτίβο θυμίζει τα σημερινά: συχνά οι διώξεις γίνονταν όταν κάποιος εθνικόφρων Αθηναίος δημοσιογράφος έκανε περιοδεία στα χωριά της Μακεδονίας και γυρνώντας έγραφε ακραία κινδυνολογικά άρθρα απαιτώντας σκληρά μέτρα. Και το κράτος τα έπαιρνε. Πολλές φορές οι ντόπιοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί άφηναν την τύχη τους στον τοπικό αστυνομικό διοικητή. Η τιμωρία μπορεί να ξεκίναγε από μια απλή επίπληξη και έφτανε μέχρι εξαντλητικά πρόστιμα και βασανιστήρια. Ανάλογα με την περίοδο αλλά και τη διάθεση του εκάστοτε κρατικού λειτουργού.
Το ελληνικό κράτος, που παλαιότερα δελέαζε τους σλαβόφωνους πληθυσμούς με φαντασιώσεις αρχαιοελληνικού μεγαλείου, με οικονομικές δωρεές και με εκδηλώσεις λατρείας, όταν πέτυχε τον σκοπό του, άρχισε να τους ποτίζει ρετσινόλαδο. Υπάρχουν πάμπολλες κωμικοτραγικές αφηγήσεις με χωροφύλακες που έστηναν αυτί για να ακούσουν τη γλώσσα που μιλιόταν εντός σπιτιού ή με δασκάλους που δωροδοκούσαν μαθητές για να καρφώσουν όσους μίλαγαν σλαβομακεδονικά στο διάλειμμα. Το ζητούμενο δεν είναι να μάθουν οι σλαβόφωνοι της ελληνική γλώσσα, να τη χρησιμοποιούν ως γλώσσα συνεννόησης με το κράτος. Το φαινόμενο αυτό παρατηρούνταν κατά την οθωμανική κυριαρχία όπου οι σλαβόφωνοι χειρίζονταν τρεις διαφορετικές γλώσσες: τη σλαβική στην καθημερινότητά τους, την τουρκική ως γλώσσα διοίκησης και την ελληνικής ως ιερή γλώσσα της Εκκλησίας (ΚΕΜΟ, Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα). Το ζητούμενο ήταν να ξεχάσουν παντελώς τη μητρική τους γλώσσα.
Τα επόμενα χρόνια, μετά τον Εμφύλιο και αφού έχει ξεκινήσει ο μαζικός εξελληνισμός τοπωνυμίων με σλαβικές ρίζες, και το κράτος σιγά-σιγά αλλάζει πορεία: το θέμα πλέον δεν υφίσταται και κανείς δεν πρέπει να συζητάει γι αυτό. Η εικόνα ενός κράτους που επιβάλλει σιωπή στο εθνικό ακροατήριο: δεν υπάρχει σλαβομακεδονική γλώσσα, αυτά είναι κατασκευάσματα της σκοπιανής προπαγάνδας. Στην καλύτερη περίπτωση, όπως πρόσφατα τόνισε ο γνωστός εθνικόφρων Άδωνις Γεωργιάδης, πρόκειται για βουλγαρική διάλεκτο.
Σύμφωνα με ειδικούς, πράγματι υπάρχουν πολλές ομοιότητες της γλώσσας με την επίσημη βουλγαρική, όπως και σε άλλα στοιχεία με τη σερβική. Όπως είπαμε, βέβαια, τα κριτήρια εδώ δεν είναι μόνο γλωσσικά. Ειδικά όταν μιλάμε για μια περιοχή όπως αυτή των Βαλκανίων. Ούτως ή άλλως, χωρίς να το ξέρει ο Άδωνις και όσοι συμμερίζονται παρόμοιες απόψεις, τυφλωμένοι από υπέρμετρο πατριωτισμό ξεχνούν ότι η συμπερίληψη της γλώσσας αυτής στα βουλγαρικά είναι βοηθητικά για έναν άλλο –πιο επιθετικό- εθνικισμό, τον βουλγαρικό (βάση της ιδέας της Μεγάλης Βουλγαρίας είναι ότι οι περισσότερες από τις σλαβικές γλώσσες που μιλιούνται στα Βαλκάνια είναι διάλεκτοι της επίσημης βουλγαρικής).
Σημαντικό δε είναι να τονιστεί ότι, έστω και αν προτυποποιήθηκε αργά, η (σλαβο)μακεδονική είναι επίσημα αναγνωρισμένη γλώσσα ενός κράτους, της ΠΓΔΜ. Έχει διακριτή ορθογραφία που διακρίνεται σε σημεία από τη βουλγαρική και η υπόστασή της ως πρότυπη γλώσσα υπολογίζεται στο 1944. Η κωδικοποίηση αυτή στηρίχθηκε, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, στις πιο βασικές από τις διαλέκτους της περιοχής σε μια συνειδητή προσπάθεια να διαφανούν οι διαφορές με τη βουλγαρική. Η άρνηση της ύπαρξής της ή η συμπερίληψή μιας επίσημης γλώσσας ως διαλέκτου της μιας άλλης (της βουλγαρικής) δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.
Σε κάθε περίπτωση και επιστρέφοντας στα της σλαβοφωνίας στην Ελλάδα, όπως και αν την ονομάσει κανείς, ανεξάρτητα από το αν θα την οριοθετήσει ως γλώσσα ή ως διάλεκτο, δεν μπορεί να παραβλέψει ότι μιλάμε για έναν πληθυσμό, μια ομάδα ανθρώπων (χωρίς μια συγκεκριμένη εθνική συνείδηση) που διώκεται επί πάμπολλα χρόνια μόνο και μόνο επειδή μιλάει τη μητρική της γλώσσα, την οποία πλέον δεν έχει ούτε το δικαίωμα να ονομάσει όπως αυτή επιλέγει. Και προφανώς αυτή δεν είναι η μοναδική περίπτωση, αλλά είναι η πιο χαρακτηριστική του τρόπου που στραγγαλίζονται γλωσσικές μειονότητες (και ελληνόφωνες, μεταξύ άλλων) στα Βαλκάνια.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει από πρώτο χέρι ότι το Μακεδονικό Ζήτημα δεν είναι ένα προνομιακό πεδίο για να χτιστούν πολιτικές καριέρες ή να ξεσπάσουν καταπιεσμένα εθνικά γόητρα. Άλλωστε πολλές φορές, τις περισσότερες φορές, όλη αυτή η τόνωση του εθνικού γοήτρου καταπιέζει, ασκεί βία, καταστρέφει ζωές.